- αμπαλάζ
- το1. συσκευασία σε δέμα ή κιβώτιο2. υλικό συσκευασίας, περιτύλιγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. emballage «συσκευασία», πρβλ. και αμπαλάρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συσκευασία — η, ΝΑ [συσκευάζω] νεοελλ. 1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα 2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που… … Dictionary of Greek